κείμενα εκδόσεων 2003: Μικρές Ιστορίες
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
‘Ενας γέρος και ο γιος του ήταν πολύ φτωχοί, είχαν μια μικρή έκταση που την καλλιεργούσαν και ένα άλογο που τραβούσε το αλέτρι. Μια μέρα, το άλογο έφυγε.
«Τρομερό», είπαν με συμπόνια οι γείτονες. «Τι ατυχία».
«Ποιός ξέρει αν είναι κακή ή καλή τύχη», αποκρίθηκε ο γεωργός.
Μια βδομάδα αργότερα, το άλογο επέστρεψε από τα βουνά οδηγώντας πέντε άγριες φοράδες μέσα στο στάβλο.
«Τι υπέροχη τύχη!» είπαν οι γείτονες.
«Καλή τύχη; Ατυχία; Ποιός ξέρει;» απάντησε ο γέρος.
Την επόμενη μέρα, ο γιος, προσπαθώντας να εξημερώσει ένα από τα άγρια άλογα έπεσε και έσπασε το πόδι του.
«Τι τρομερό. Τι κακοτυχία!»
«Ατυχία; Καλή τύχη;»
Λίγο μετά από αυτό ήρθε στην περιοχή ο στρατός για να στρατολογήσει για τον πόλεμο όλους τους νέους. Ο γιος του γεωργού δεν τους ήταν χρήσιμος και τον άφησαν πίσω.
«Καλό; Κακό;» (1)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Κάποτε ζούσε ένας γέρος. Ζούσε με το γιο του και τη γυναίκα του γιού του. Ο γέρος πατέρας ήταν σχεδόν κουφός και τυφλός και δεν κατάφερνε να φάει, χωρίς να σκορπίσει το φαγητό απ΄το πιάτο του και να λερωθεί. Καμιά φορά, μάλιστα, έριχνε κάτω ολόκληρο το πιάτο και το ‘σπαζε. Ο γιος κι η γυναίκα του σκέφτηκαν ότι ήταν ανυπόφορο κι υποχρέωσαν το γέρο να τρώει σε μια γωνία πλάι στο τζάκι. Του έδωσαν κι ένα ξύλινο πιάτο για να μη το σπάζει.
Μια μέρα, ο μικρός εγγονός έφτιαχνε κάτι με μερικά κομμάτια ξύλου. Όταν ο πατέρας του τον ρώτησε τι φτιάχνει, απάντησε: «Φτιάχνω μια γαβάθα, για να τρώτε εσύ κι η μητέρα, όταν θα μεγαλώσω». Από ΄κείνη τη στιγμή, ο γέρο - παπούς άρχισε πάλι να κάθεται μαζί μ’ όλη την οικογένεια στο τραπέζι και κανένας πια δεν είπε λέξη γι’ αυτό. (2)
ΜΑΡΤΙΟΣ
Μια μέρα πέρασε μπροστά από μια παρέα γάτες ένα σοφό σκυλί. Σαν ήρθε κοντά και έιδε πως ήταν πολύ αφοσιωμένες και δεν το πρόσεχαν, σταμάτησε.
Τότε σηκώθηκε στη μέση της παρέας μια μεγάλη, σοβαρή γάτα, κοίταξε τις άλλες και είπε: «Αδερφαί προσχευχήθειτε, και όταν προσευχηθείτε και προσευχηθείτε έτι πλέον, μηδέν αμφιβάλλουσαι αληθώς, τότε θα βρέξει ποντίκια».
Όταν το σκυλί τ’ άκουσε γέλασε από μέσα του κι έφυγε από κοντά τους λέγοντας: «Τυφλές και ανόητες γάτες, λες και δεν είναι γραμμένο, λες και δεν το ξέραμε εγώ και οι πρόγονοί μου, πως εκείνο που βρέχει με την προσευχή, την πίστη και την ικεσία είναι κόκκαλα και όχι ποντίκια. (3)
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Ο εθνολόγος N. Wachtel διηγείται μια ιστορία για τη φυλή των Urus, μιας μικρής κοινότητας του οροπεδίου της Βολιβίας.
Οι Urus είχαν στο παρελθόν μια δική τους θρησκεία, αλλά δέχτηκαν την επίσκεψη πολλών ιεραποστόλων και έγιναν όλοι χριστιανοί. Επομένως, μεγάλη έκπληξη νιώθει ο Wachtel όταν ένα βράδυ, ανακαλύπτει έναν απ’ αυτούς να ανάβει κεράκια μπροστά σε νεκροκεφαλές, και να απαγγέλει τους παραδοσιακούς στίχους...Την επόμενη μέρα, τον ρωτά τι νόημα έχει η συμπεριφορά του.
-Γιατί εσύ ο πρώτος που αλλαξοπίστησες έκανες έτσι κρυφά αυτές τις παγανιστικές τελετουργίες;
-Ξέρεις, εγώ που είμαι χριστιανός, ξέρω καλά ότι όλα αυτά δεν ισχύουν. Αλλά οι ψυχές των προγόνων, αυτές δεν ξέρουν ότι εγκαταλείψαμε τις παλιές μας συνήθειες. Και αν επέστρεφαν και δεν έβλεπαν τίποτε, θα ήταν τρομερό γι’αυτές. Θα απελπίζονταν. Γι’ αυτές κάνω έτσι, για να τις τιμήσω, για να είναι ευτυχισμένοι οι πρόγονοί μας. (4)
ΜΑΙΟΣ
«Με συγχωρείς, είπε ένα ψάρι της θάλασσας σ’ ένα άλλο, «εσύ είσαι πιο τακτικό με πιο πολλή πείρα απο μένα, κι ίσως να μπορείς να με βοηθήσεις. Πες μου, που μπορώ να βρώ αυτό το πράγμα που το λένε θάλασσα; Το ψάχνω παντού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα».
«Η θάλασσα», είπε το άλλο ψάρι, «είναι αυτό που μέσα του κολυμπάς τώρα»
«Α, ώστε αυτό είναι; Μα αυτό είναι μονάχα νερό. Εκείνο που ψάχνω εγώ είναι η θάλασσα», είπε το μικρότερο ψάρι, νιώθοντας μεγάλη απογοήτευση.(5)
ΙΟΥΝΙΟΣ
Ένα κουνουπι πήγε σ’ ένα λιοντάρι και του λέει: «Δε σε φοβάμαι ούτε είσαι δυνατότερό μου. Αν δεν το πιστεύεις, πες μου, τότε, ποία είναι η δύναμή σου; Το ότι σκίζεις με τα νύχια σου και δαγκώνεις με τα δόντια σου; Αυτό το κάνει και η γυναίκα όταν μαλώνει με τον άντρα. Εγώ είμαι πολύ δυνατότερο από σένα και, αν αγαπάς, έλα να παλαίψουμε». Κι αφού χτύπησε την καραμούζα του το κουνούπι ρίχτηκε στο λιοντάρι και του δάγκωσε το τρυφερό μέρος γύρω στα ρουθούνια. Το λιοντάρι ξεσκιζόταν με τα ίδια του τα νύχια, ώσπου απηύδυσε και σταμάτησε. Το κουνούπι νίκησε το λιοντάρι, έπαιξε πάλι την καραμούζα του, τραγουδώντας το επινίκιο και πέταξε. Ωστόσο, μπλέχτηκε σ΄ένα ιστό αράχνης και την ώρα που κατασπαραζόταν κλαιγόταν πως ένας αντίπαλος μεγάλων ζώων χανόταν εξαιτίας ενός τιποτένιου, της αράχνης. (6)
ΙΟΥΛΙΟΣ
Κάποτε στην Αυλή ενός μεγάλου άρχοντα ζούσαν και δημιουργούσαν δυο ομάδες σπουδαίων ζωγράφων. Την μία την αποτελούσαν Κινέζοι καλλιτέχνες ενώ τηνάλλη Βυζαντινοί. Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός ήταν μεγάλος και έτσι ο άρχοντας αποφάσισε να διοργανώσει ένα διαγωνισμό για να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Οι δύο ομάδες οδηγήθηκαν σε μια τεράστια αίθουσα και ανέλαβαν να διακοσμήσουν τους δυο απέναντι τοίχους, ενώ ένα παραπέτασμα θα έκρυβε τους μεν απο τους δε κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού.
Πρίν αρχίσουν οι Κινέζοι ζήτησαν και πήραν άφθονα υλικάκαι εργαλεία για τη ζωγραφική τους, ενώ οι Βυζαντινοί, αφήνοντάς τους πάντες έκπληκτους, δεν ζήτησαν απολύτως τίποτα.
Όταν έληξε η προθεσμία και ήρθε η μέρα της κρίσης, ο βασιλιάς με την κριτική επιτροπή και την ακολουθία οτυ μπήκαν στη μεγάλη αίθουσα. Πρώτα πέρασαν μπροστά από τον τοίχο των Κινέζων και θαύμασαν μια υπέροχη νωπογραφία γεμάτη καταπληκτικές αναπαραστάσεις από τη φύση. Ύσστερα ο άρχοντας διέταξε να ανοίξουν το παραπέτασμα.
Στον τοίχο των Βυζαντινών οι έκπληκτοι θεατές είδαν αντεστρεμέμες τις ίδιες εικόνες που είχαν ζωγραφίσει οι Κινέζοι. Σε όλη τη διάρκεια του διαγωνισμού οι Βυζαντινοί δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να γυαλίζουν τον τοίχο τους έτσι ώστε να γίνει ένας τέλειος καθρέφτης.
Τελικά οι Βυζαντινοί κέρδισαν των αγώνα γιατί μέσα στην απαστράπτουσα στιλπνότητα του έργου τους οι εικόνες φάνταζαν ακόμα ωραιότερες, αφού χάνονταν κια οι ελάχιστες ατέλειες της δουλεμένης επιφάνειας. (7)
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Έφτασε μια στιγμή στη ζωή του άντρα που τα προαιώνια ερωτήματα «ποιός είμαι, που πάω, ποιό το νόημα της ζωή;» έγιναν γι΄αυτόν πολύ βασανιστικά.
Είχε μια καλή δουλειά και κάποια περιουσία, τα παιδιά του είχαν πλέον δικές τους οικογένειες και για κακή του τύχη η γυναίκα του δεν καταλάβαινε τις αγωνίες του. Αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος για ένα διάστημα. Εκεί θα έβρισκε απαντήσεις στα ερωτήματά του. Μετά από μήνες απουσίας του εμφανίζεται στο σπίτι του σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Πουλάει ένα μέρος της περιουσίας του και μετά από λίγο καιρό φεύγει για το Θιβέτ. Του είχαν πει πως ίσως εκεί έβρισκε τις απαντήσεις που ζητούσε απεγνωσμένα.
Άργησε να γυρίσει αυτή τη φορά περισσότερο και όταν πια επέστρεψε ήταν να τον κλαίνε. Τίποτε από αυτά που έμαθε δεν του γέμισε τη ψυχή. Έμαθε όμως από άλλους αναζητητές πως υπήρχε κάποιος σε μια κορφή του Περού που είχε απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα του κόσμου.
Πούλησε και τα τελευταία του υπάρχοντα και τράβηξε για το Περού. Μετά από δύσκολο ταξίδι με άσβηστη όμως την ελπίδα, φτάνει απέναντι στον Δάσκαλο. Ένα γέροντα καθισμένο μπροστά σ΄ένα ποτάμι, με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Ο άνθρωπος μας πλησιάζει και μιλά: «Γέροντα έμαθα πως έχεις απαντήσεις για όλα. Είσαι η τελευταία μου ελπίδα να μάθω.»
Ο γέρος γύρισε το βλέμμα του αργά σ΄αυτόν που μίλησε και χωρίς λέξη ξαναγύρισε το βλέμμα του στο ποτάμι μπροστά του, περιμένοντας φανερά την ερώτηση με ένα ελαφρύ μιδίαμα.
Ο άνθρωπος μας ξαναμίλησε: «Θα ήθελα να μάθω: ποιό είναι το νόημα της ζωής!»
Ο γέρος αυτή τη φορά μίλησε: «Το νόημα της ζωής παιδί μου... είναι το ποτάμι!»
Ο άνθρωπος μας σάστισε!
«Έχω αφησει το σπίτι μου εδώ και χρόνια και γυρναω τον κόσμο για μια απάντηση» λέει αναστατωμένος.
«Έρχομαι στην άκρη της γης να βρώ τη σοφία σου...» διστάζει και συνεχίζει φωνάζοντας: «και ‘συ έχεις να μου πείς μόνο αυτό΄; Ότι το νόημα της ζωής είμαι το ποτάμι;»
Και τότε ο γέρος γυρνάει αλαφιασμένος το κεφάλι, κοιτάει με τα μάτια γεμάτα απορία και τρόμο τον ξένο και ψελίζει: «τι, δεν είναι;»
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Ο Δαρείος ο Πέρσης έχει εκστρατεύσει εναντίον των Σκυθών και προσπαθεί να τους φέρει αντιμέτωπους με το στρατό του αλλά αυτοί παίζουν τη γάτα με το ποντίκι και αναστατώνουν συνεχώς τους Πέρσες με διάβορα καμώματά τους. Στο τέλος ο Δαρείος δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Έμαθαν την απορία του οι βασιλείς των Σκυθών κι έστειλαν έναν κήρυκα να πάει στον Δαρείο ως δώρα ένα πουλί, έναν ποντικό, ένα βάτραχο και πέντε βέλη. Οι Πέρσες ρώτησαν τον κήρυκα τι σήμαιναν τα δώρα, μα εκείνος είπε πως δεν του είχαν παραγγείλει τίποτ΄άλλο παρά να τα παραδώσει και να φύγει στη στιγμή (οι ίδιοι εκείνοι, έλεγε, όφειλαν να καταλάβουν τι ήθελαν να πουν τα δώρα.)
Ακούγοντας το οι Πέρσες, συγκάλεσαν συμβούλιο. Η γνώμη του Δαρείου ήταν πως οι Σκύθες του πρόσφεραν γην και ύδωρ και το εξηγούσε με την εξής υπόθεση: ο ποντικός ζει μέσα στη γη και τρώει ό,τι και ο άνθρωπος, ο βάτραχος ζει στο νερό, το πουλί μοιάζει πιο πολύ με άλογο κι όσο για τα βέλη, ήταν η δύναμη τους που του την παρέδιδαν. Αυτή τη γνώμη εξέφρασε ο Δαρείος, μα άλλη ήταν η γνώμη του Γωβρύα, ενός από τους επτά που είχαν ανατρέψει τον μάγο: και να πώς εξηγούσε τα δώρα ο Γωβρύας:» Πέρσες: αν δεν γίνετε πουλιά να πετάξετε ψηλά στον ουρανό ή ποντίκια να χωθείται μες τη γη ή βάτραχοι να πηδήξετε τις λίμνες, δεν πρόκειτε να γυρίσετε στην πατρίδα σας, αυτά τα βέλη θα είναι ο θάνατός σας». (8)
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Κάποτε ο Χότζας που ήτανε καδής πρόβαλε ένας εσνάφης και του είπε τα παράπονά που είχε ενάντια στο συναίτερό του. Αφού τον άκουσε απ΄την αρχή ίσαμε το τέλος με μεγάλη προσοχή τον άνθρωπο, δε μπόρεσε να μην του δώσει δίκαιο, όταν εκείνος τον ρώτησε:
-Τί λες καδή εφέντη, δεν είναι το δίκαιο με το μέρος μου;
-Χακλίσιν! (έχεις δίκιο), του είπε ο Χότζας.
Σαν έφυγε όμως αυτός και πέρασε λίγη ώρα, νάσου κι΄ο συναίτερός του μπροστά στον καδή. Είχε κι΄αυτός τα δικά του. Αφού μίλησε και έκθεσε τις διαφορές που είχε με το αρτάκι του (συναίτερό του), και τα είπε τόσο καθαρά και παστρικά που ο Χότζας στο τέλος έδωσε κι΄αυτουνού το δίκαιο.
-Χακλίσιν! του είπε κι΄αυτουνού.
Η γυναίκα του Χότζα που έλαχε ν΄ακούσει και τους δυο τους συναιτέρους και το δίκιο που τους έδωσε ο Χότζας και στους δύο, γέλασε για την πονηριά του αντρός της. Μαλαγανιές, είπε, για να μη τα χαλάσει και με τους δύο το έκανε αυτό. Όμως δε μπόρεσε και να μην του το πεί κι΄όλας.
-Χότζα εφέντη, του είπε, κάποιο λάθος θα γένηκε σήμερα για να δώσεις δίκιο και στους δύο που ήρθανε και σου διαμαρτυρηθήκανε ο ένας ενάντια στον άλλον. Κάποιος έπρεπε νε φταίει. Πώς μπορούσε να έχουνε δίκιο κι΄οι δύο τους;
Ο καδής κούνησε το κεφάλι του:
-Κι΄εσύ έχεις δίκιο γυναίκα, της είπε με σοβαρότητα. (9)
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Η σκηνή λαμβάνει χώρα στις Θερμοπύλες λίγο πριν την ιστορική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών ...
...εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι παράξενο, που έσπασε το ηθικό των συμμάχων πριν ακόμα ξεφορτώσουν τα πράγματα τους. Ένας Θηβαίος οπλίτης πάτησε κατά λάθος σε μια φιδοφωλιά γεμάτη φίδια που μόλις είχαν βγεί από το αυγό τους. Ο οπλίτης πέθανε σε μια ώρα από φοβερούς πόνους, παράτις προσπάθειες των χειρούργων να του αφαιρέσουν το μολυσμένο αίμα.
Κάλεσαν αμέσως το μάντη Μεγιστία, ενώ ο Θηβαίος σφάδαζε ακόμα από τους πόνους. Οι υπόλοιποι στρατιώτες, που είχαν διαταχθεί από τον Λεωνίδα να αναλάβουν αμέσως την επέκταση και την ενίσχυση του παλιού φρουρίου των Φωκέων που ήταν στη μέση περίπου των Στενών, παρά τη δουλειά τους, σταμάτησαν, ενώ τους έκοβε κρύος ιδρώτας από φόβο, και κοίταζαν τη ζωή του δαγκωμένου από τα φίδια άντρα, που συμβολικά ήταν η δική τους, να τελειώνει μέσα σε τρομερή αγωνία.
Ο γιός του Μεγιστία τελικά ήταν αυτός που σκέφτηκε να ρωτήσει το όνομα του άντρα.
«Πέρσης» είπε ο σύντροφός του. (10)
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Ο Καζατζάκης έχει ανέβει, σαν το Μωυσή, στο βουνό να συναντήθεί με τον πνευματικό του παππού, τον Ελ Γκρέκο, και να πάρει τις τις εντολές του.
«Φτάσε ως εκεί που μπορείς να φτάσεις παιδί μου», του λέει εκείνος. Όμως ο Καζατζάκης δυσανασχετεί.
«Δώσε μου μια πιο κριτικιά, μια πιο αντρίκια προσταγή , παππού».
Και τότε ο Γκρέκο, με αστραποβόλο βλέμμα, του απαντά: «Φτάσε ως εκεί που δεν μπορείς να φτάσεις, παιδί μου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ
- «Η θεραπευτική δύναμη της Βιοενέργειας», Michael Bradford, Εκδόσεις Διόπτρα.
- «Λεωφορείο 9 για τον Παράδεισο», Λεο Μπουσκάλια, Εκδόσεις Γλάρος.
- «Ο τρελός», Καλίλ Γκιμπράν, Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος.
- «Αναζητώντας τις Ρίζες», Patrick Thomassin, Eκδόσεις Κέδρος.
- «Πίστεψέ το και θα το δεις», Wayne W. Dyer Εκδόσεις Γλάρος.
- «Αισώπου μύθοι», Μετάφραση Τάσου Βουρνά, Εκδόσεις Πατάκη.
- «Μικρή μυθολογία», Σταμάτης Δαγδελένης, Εκδόσεις Άγρα.
- «Η εκστρατεία κατά των Σκυθών», Ηροδότου, μετάφραση Αλόη Σιδέρη, Εκδόσεις Γνώση.
- «Ο Νασρεντίν Χότζας», Στέλιος Μαγιόπουλος, Εκδοτικός Οίκος Βιβλίου.
- «Οι πύλες της φωτιάς», Steven Presfield, Eκδόσεις Πατάκη.